mecenate
Searched for mecenate in the dictionary.
English: patronage, German: Mäzenatentum, French: mécénat, Spanish: mecenazgo, Greek: χoρηγία για καλλιτεχvικές και πvευματικές εκδηλώσεις
A maximum of 20 results are shown.
Searched for mecenate in the dictionary.
English: patronage, German: Mäzenatentum, French: mécénat, Spanish: mecenazgo, Greek: χoρηγία για καλλιτεχvικές και πvευματικές εκδηλώσεις