contribuente netto
Searched for contribuente netto in the dictionary.
English: net contributor, German: Nettozahler, French: contributeur net, Spanish: contribuyente neto, Greek: κράτoς πoυ εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει
Searched for contribuente netto in the dictionary.
English: net contributor, German: Nettozahler, French: contributeur net, Spanish: contribuyente neto, Greek: κράτoς πoυ εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει