contributeur net
Searched for contributeur net in the dictionary.
English: net contributor, German: Nettozahler, Spanish: contribuyente neto, Italian: contribuente netto, Greek: κράτoς πoυ εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει
Searched for contributeur net in the dictionary.
English: net contributor, German: Nettozahler, Spanish: contribuyente neto, Italian: contribuente netto, Greek: κράτoς πoυ εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει